καλυπτόμενα

καλυπτόμενα
καλύπτω
oc-culo
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλυπτομένας — καλυπτομένᾱς , καλύπτω oc culo pres part mp fem acc pl καλυπτομένᾱς , καλύπτω oc culo pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • μυρικίδες — οι βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει θάμνους με φύλλα κατ εναλλαγήν, απλά, καλυπτόμενα από αδένες που περιέχουν αρωματικό έλαιο και με άνθη μονογενή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myricaceae < myrica < μυρίκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”